Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επουραίος — ἐπουραῑος, α, ον (Α) αυτός που βρίσκεται ή γίνεται επάνω στην ουρά … Dictionary of Greek
ἐπουραίῳ — ἐπουραί̱ῳ , ἐπουραῖος on the tail masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)